αγιομάτιστος

αγιομάτιστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγιομάτιστος" в других словарях:

  • αγιομάτιστος — η, ο αυτός που δε γιομάτισε, δεν έφαγε: Από το πρωί ήταν αγιομάτιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιομάτιστος — η, ο [γιοματίζω] ο αγευμάτιστος* …   Dictionary of Greek

  • αγεμάτιστος — και αγιομάτιστος, η, ο [γεματίζω] ο αγευμάτιστος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»